ἐξιχνιάσατε

ἐξιχνιάσατε
ἐξιχνιάζω
aor imperat act 2nd pl
ἐξιχνιάζω
aor ind act 2nd pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εξιχνιάζω — (AM ἐξιχνιάζω) ανακαλύπτω τα ίχνη, ανευρίσκω μετά από έρευνα («πορεύεσθε καὶ ἐξιχνιάσατε τὴν γῆν», ΠΔ) νεοελλ. αποκαλύπτω τα άγνωστα ή σκοτεινά σημεία, διαλευκαίνω μσν. 1. ρωτώ να μάθω 2. ανακρίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + *ιχνιάζω (< ίχνος) τ. που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”